ἀποκινῶ

ἀποκινῶ
ἀποκινέω
remove
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀποκινέω
remove
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀποκῑνῶ , ἀποκινέω
remove
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀποκῑνῶ , ἀποκινέω
remove
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκινώ — ἀποκινῶ ( έω) (Α) 1. μετακινώ, μεταφέρω κάτι 2. αφαιρώ, απομακρύνω …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • υπαποκινώ — έω, Α (αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῡ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”